Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

έχει πολλή

  • 1 думать

    дума||ть
    несов
    1. σκέφτομαι, σκέπτομαι / συλλογίζομαι, στοχάζομαι (размышлять):
    не долго \думатья χωρίς πολλές σκέψεις, χωρίς δισταγμό· я даже не \думатью οὔτε τό σκέφτομαι· тут нечего \думать δέν χρειάζεται πολλή σκέψη·
    2. (полагать) νομίζω, μοῦ φαίνεται, ὑποθέτω, πιστεύω:
    \думатью, что он не прав νομίζω δτι δέν ἐχει δίκη ὁ, πιστεύω δτι ἐχει ἄδικο· не \думатьκ> δέν πιστεύω· что вы об этом \думатьете? τί γνώμη ἔχετε γι ' αὐτό;· вы так \думатьете? ἐτσι νομίζετε;·
    3. (намереваться) σκοπεύω, λογαριάζω, ἔχω πρόθεση [-ιν]:
    я \думатью остаться до́ма σκοπεύω νά μείνω στό σπίτι·
    4. (заботиться, интересоваться) σκέφτομαι, σκέπτομαι, νοιάζομαι:
    \думать» только о себе σκέφτομαι μόνο τόν ἐαυτό μου· не \думать о других δέν νοιάζομαι γιά τους ᾶλλους· ◊ и не \думатью! οὔτε μοῦ πέρασε ἀπ' τό μυαλό!, οὔτε τό σκέπτομαι!· и \думать нечего μή διστάζεις καθόλου· много о себе \думать ἔχω μεγάλη Ιδέα γιά τόν ἐαυτό μου· \думатьться безл разг φαίνεται:
    мне \думатьется, что... μοῦ φαίνεται, πώς...

    Русско-новогреческий словарь > думать

  • 2 думать

    ρ.δ.
    1. σκέφτομαι, -πτομαι, διανοούμαι, στοχάζομαι, συλλογιέμαι, διαλογίζομαι•

    о чём вы -ете? τι σκέφτεστε;•

    ему лень думать αυτός βαριέται, που ζει•

    тут нечего думать γι' αυτό δε χρειάζεται καμιά σκέψη•

    и не -ете это делать ούτε καν να το σκέφτεστε να το πράξετε.

    2. υποθέτω, έχω τη γνώμη• νομίζω•

    придёт ли он? — я -ю θα έρθει άραγε αυτός; νομίζω думать ναι•

    не -ю δε νομίζω, δεν πιστεύω•

    что вы об этом: -ете? τι γνώμη έχετε γι' αυτό;

    || εικάζω, υποψιάζομαι, υποθέτω.
    3. προτίθεμαι, σκοπεύω, σχεδιάζω, λογαριάζω•

    мне этот дом не нравится; я -ю продать его αυτό το σπίτι δε μου αρέσει, σκοπεύω να το πουλήσω.

    4. φροντίζω, νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι•

    -ю только о себе κοιτάζω μόνο τον εαυτούλη μου•

    он не -ет о других αυτός δε νοιάζεται για τους άλλους.

    εκφρ.
    и не -ю – ούτε καν σκέφτομαι, δε με απασχολεί καθόλου•
    думать думу ή думушку – σκέφτομαι, σπάζω το κεφάλι μου•
    он много -ет о себе – αυτός έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του•
    не долго думать – χωρίς πολλή σκέψη (αδίσταχτα)•
    не думано – απρόοπτα•
    я -ю! – και βέβαια! εννοείται!
    μου φαίνεται, λογιάζω, κάνω τη σκέψη•

    мне -ется, что не приедет νομίζω πως δε θά 'ρθει•

    всё вышло так, как -лось όλα ήρθαν έτσι, όπως τα λογάριαζα.

    Большой русско-греческий словарь > думать

См. также в других словарях:

  • δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • ζωή — η 1. το να υπάρχει κάποιος: Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα (Σολωμός). 2. τρόπος ζωής: Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή. – Ειδυλλιακή ζωή. – Η ζωή στην επαρχία είναι ανυπόφορη. 3. ύπαρξη οργανικών ουσιών, όντων: Δεν είναι βέβαιο αν υπάρχει ζωή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρωμαλέος — α, ο / ῥωμαλέος, α, ον, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που έχει πολλή ρώμη, που είναι γεμάτος δύναμη, ιδίως σωματική, που έχει σφριγηλότητα, εύρωστος, δυνατός («ῥωμαλέος κατὰ χεῑρα», Πλούτ.) αρχ. 1. υγιής 2. ανδρείος, γενναίος 3. (για πράγματα,… …   Dictionary of Greek

  • σαρκώδης — ες / σαρκώδης, ῶδες, ΝΑ [σάρξ, σαρκός] 1. αυτός που έχει σάρκα («θεοὶ ἔναιμοι καὶ σαρκώδεις», Ηρόδ.) 2. όμοιος με σάρκα ως προς την σύσταση ή την μορφή, σαρκοειδής («σαρκῶδες ἔχουσι τὸ φύλλον», Θεόφρ.) νεοελλ. 1. παχύσαρκος, πολύσαρκος, χοντρός 2 …   Dictionary of Greek

  • ευδύναμος — εὐδύναμος, ον (Α) αυτός που έχει πολλή δύναμη, ο ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δυναμος (< δύναμις), πρβλ. α δύναμος, ισο δύναμος] …   Dictionary of Greek

  • κλονόεις — κλονόεις, εσσα, εν (Α) [κλόνος] αυτός που έχει πολλή ταραχή …   Dictionary of Greek

  • ολοήσκιωτος — και ολοΐσκιωτος και ολόσκιωτος, η, ο αυτός που έχει πολλή σκιά, εντελώς σκιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + ησκιώνω (πρβλ. αλαφρ ήσκιωτος] …   Dictionary of Greek

  • περίσπουδος — ον, ΜΑ αυτός που έχει πολλή σπουδή και ζήλο για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σπουδος (< σπουδή), πρβλ. υπέρ σπουδος] …   Dictionary of Greek

  • πολυχαίτης — ο, ΝΑ αυτός που έχει πολλή χαίτη, πολλά μαλλιά ως χαίτη νεοελλ. 1. στον πληθ. οι πολυχαίτες και εσφ. τ. πολύχαιτοι ζωολ. ομοταξία θαλάσσιων δακτυλιοσκωλήκων, τών οποίων τα μεταμερή φέρουν πυκνούς θυσάνους από χιτινώδεις σμήριγγες 2. φρ. «υπόθεση… …   Dictionary of Greek

  • πολυχολικός — ή, ό, Ν [πολυχολία] αυτός που έχει πολλή χολή ή πάσχει από πολυχολία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»